ενεστώτας spring from
γ΄ ενικό ενεστώτα springs from
αόριστος sprang from, sprung from
παθητική μετοχή sprung from
ενεργητική μετοχή springing from

  Ετυμολογία

επεξεργασία
spring from < → δείτε τις λέξεις spring και from

spring from (en)

  1. (επίσημο) προέρχομαι από κάτι
    ⮡  The plan sprung from his brother.
    Το σχέδιο προήλθε από τον αδερφό του.
  2. (ανεπίσημο) ξεφυτρώνω, παρουσιάζομαι ξαφνικά και απρόσμενα
    ⮡  Where have you sprung from?
    Από πού ξεφύτρωσες εσύ;