spéculer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαspéculer (fr)
- κερδοσκοπώ
- (μεταφορικά) υπολογίζω πάνω σε κάποιον ή κάτι για να πετύχω έναν σκοπό
- Il a l'habitude de spéculer sur la naïveté de ses partenaires. - Συνηθίζει να υπολογίζει στην αφέλεια των εταίρων του.