Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spe.ky.le/

spéculer (fr)

  1. κερδοσκοπώ
  2. (μεταφορικά) υπολογίζω πάνω σε κάποιον ή κάτι για να πετύχω έναν σκοπό
    Il a l'habitude de spéculer sur la naïveté de ses partenaires. - Συνηθίζει να υπολογίζει στην αφέλεια των εταίρων του.

Συγγενικά

επεξεργασία