spéculative
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- spéculative < θηλυκό του spéculatif
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spéculative | spéculatives |
spéculative (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
spéculative | spéculatives |
spéculative (fr) θηλυκό