spéculatrice
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- spéculatrice < θηλυκό του spéculateur
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
spéculatrice | spéculatrices |
spéculatrice (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
spéculatrice | spéculatrices |
spéculatrice (fr) θηλυκό