Ετυμολογία

επεξεργασία
spéculatrice < θηλυκό του spéculateur

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spéculatrice spéculatrices

spéculatrice (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία