spécialité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- spécialité < λατινική specialitas
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spécialité | spécialités |
spécialité (fr) θηλυκό
- η ειδικότητα
- (γαστρονομία) η σπεσιαλιτέ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη spécial