Ετυμολογία

επεξεργασία
spécialité < λατινική specialitas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spécialité spécialités

spécialité (fr) θηλυκό

  1. η ειδικότητα
  2. (γαστρονομία) η σπεσιαλιτέ

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη spécial