souveraineté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- souveraineté < souverain
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /su.v(ə)ʁɛn.te/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
souveraineté | souverainetés |
souveraineté (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
souveraineté | souverainetés |
souveraineté (fr) θηλυκό