southerner
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
southerner | southerners |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsoutherner (en)
- ο νότιος, κάτοικος του νότου, των νότιων περιοχών
- ⮡ Southerners have a different mentality/accent than northerners.
- Οι νότιοι έχουν άλλη νοοτροπία/προφορά από τους βόρειους.
- ⮡ Southerners have a different mentality/accent than northerners.