ενικός         πληθυντικός  
sous-main sous-mains

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sous-main → δείτε τις λέξεις sous και main, κυριολεκτικά: «κάτω απ' το χέρι»
Ως αξεσουάρ γραφείου, από τον 19ο αιώνα < μέση γαλλική ως ουσιαστικό soubmain το 1651 με μεταφορική σημασία < ήδη το 1548 ως soubz main
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σουμέν

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /su.mɛ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sous-main (fr) αρσενικό (πληθυντικός: sous-main & sous-mains)

Δείτε επίσης

επεξεργασία