soudain
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαsoudain (fr)
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soudain | soudains |
θηλυκό | soudaine | soudaines |
soudain (fr)
soudain (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soudain | soudains |
θηλυκό | soudaine | soudaines |
soudain (fr)