sortable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sortable | sortables |
Επίθετο
επεξεργασίαsortable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) αρμόζων, ταιριαστός
- που μπορεί να εμφανιστεί δημοσία, παρουσιάσιμος
ενικός | πληθυντικός |
sortable | sortables |
sortable (fr) αρσενικό ή θηλυκό