ενικός         πληθυντικός  
sortable sortables

  Επίθετο

επεξεργασία

sortable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) αρμόζων, ταιριαστός
  2. που μπορεί να εμφανιστεί δημοσία, παρουσιάσιμος