ενικός         πληθυντικός  
soccer player soccer players

  Ετυμολογία

επεξεργασία
soccer player < → δείτε τις λέξεις soccer και player

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία
  • (αμερικανικά αγγλικά) ο ποδοσφαιριστής
    ⮡  The soccer player put the ball in the net.
    Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στα δίχτυα.
    ⮡  He is a very bad soccer player, he never shoots.
    Είναι κάκιστος ποδοσφαιριστής, δεν σουτάρει ποτέ.

Συνώνυμα

επεξεργασία