Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
snobisme snobismes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

snobisme (fr) αρσενικό

  1. σνομπισμός, σνομπάρισμα, σνομπαρία
  2. σνομπαρία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη snob