smupid
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- smupid < συμφυρμός των stupid + smart, με αντικατάσταση του δεύτερου γράμματος της πρώτης λέξης (t) από το αντίστοιχο της δεύτερης (m)
Επίθετο
επεξεργασίαsmupid (en)
- (νεολογισμός, αργκό) που φέρει ταυτόχρονα τις ιδιότητες του έξυπνου και του ηλίθιου ή ανόητου