Ουσιαστικό

επεξεργασία

smuggling (en) (μη μετρήσιμο)

  • το λαθρεμπόριο
    ⮡  He became mixed up in a smuggling case.
    Μπερδεύτηκε με μια υπόθεση λαθρεμπορίου.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

smuggling (en)