smuggle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | smuggle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smuggles |
αόριστος | smuggled |
παθητική μετοχή | smuggled |
ενεργητική μετοχή | smuggling |
Ρήμα
επεξεργασίαsmuggle (en)
Πηγές
επεξεργασία- smuggle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ