Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας smuggle
γ΄ ενικό ενεστώτα smuggles
αόριστος smuggled
παθητική μετοχή smuggled
ενεργητική μετοχή smuggling

  Ρήμα επεξεργασία

smuggle (en)

  • περνάω λαθραία κάτι
    He tried to smuggle in cigarettes.
    Προσπάθησε να περάσει λαθραία τσιγάρα.

  Πηγές επεξεργασία