ενεστώτας smuggle
γ΄ ενικό ενεστώτα smuggles
αόριστος smuggled
παθητική μετοχή smuggled
ενεργητική μετοχή smuggling

smuggle (en)

  • περνάω λαθραία κάτι
    ⮡  He tried to smuggle in cigarettes.
    Προσπάθησε να περάσει λαθραία τσιγάρα.