Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
smoked
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Επίθετο
1.2
Ρηματικός τύπος
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
smoked
(en)
(
χωρίς παραθετικά
)
καπνιστός
⮡
smoked
salmon
-
καπνιστός
σολομός
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
smoked
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
smoke
Πηγές
επεξεργασία
smoked
-
Oxford Learner's Dictionaries