Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sinagog < (άμεσο δάνειο) νέα ελληνική [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sinɑˈɡɔɡ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: si‐na‐gog

  Ουσιαστικό επεξεργασία

sinagog (tr)

Κλίση επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. sinagog - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν