Τουρκικά (tr)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

havra < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή חברה (khevrá) [1]

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /hɑvˈɾɑ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: hav‐ra

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

havra (tr)

ΚλίσηΕπεξεργασία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. havra - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν