sew
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | sew |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sews |
αόριστος | sewed |
παθητική μετοχή | sewn, sewed |
ενεργητική μετοχή | sewing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαsew (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ράβω, φτιάχνω, προσαρμόζω ή συνδέω κάτι χρησιμοποιώντας βελόνα και κλωστή
- ⮡ This button of mine came off - will you sew it on for me?
- Μου κόπηκε αυτό το κουμπί - θα μου το ράψεις;
- ⮡ The dress is not sewn yet.
- Το φόρεμα δεν είναι ραμμένο ακόμα.
- ⮡ This button of mine came off - will you sew it on for me?