serre-joint
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
serre-joint | serre-joint |
serre-joint (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) ο σφιγκτήρας
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
serre-joint | serre-joint |
serre-joint (fr) αρσενικό