separated
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsɛpəɹeɪtɪd/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαseparated (en)
- χωρισμένος, σε διάσταση, για ζευγάρια
- ⮡ a child of separated parents - παιδί χωρισμένων γονιών
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαseparated (en)