Ετυμολογία

επεξεργασία
seminal <seminatοr=σπορέας >semen, σπόρος, σπέρμα

  Επίθετο

επεξεργασία

seminal (en)

  1. σημαίνων, σημαντικός
  2. που επηρεάζει τους μετέπειτα
  3. σπερματικός