seize up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | seize up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seizes up |
αόριστος | seized up |
παθητική μετοχή | seized up |
ενεργητική μετοχή | seizing up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαseize up (en)
- (για μηχανή) κολλάω
- ⮡ The brakes seized up.
- Κόλλησαν τα φρένα.
- ⮡ The brakes seized up.
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684., λήμμα: κολλώ