seeding
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
seeding (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του seed
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
seeding | seedings |
seeding (en)
- (διαδικτυακή αργκό) η παροχή torrents (μοίρασμα) σε άλλους χρήστες
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- seeding στην αγγλική Βικιπαίδεια