ενικός         πληθυντικός  
secourisme secourismes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

secourisme (fr) αρσενικό

  1. η παροχή των πρώτων βοηθειών
  2. δίπλωμα πρώτων βοηθειών

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη secourir