scrutateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /skʁy.ta.tœʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | scrutateur | scrutateurs |
θηλυκό | scrutatrice | scrutatrices |
scrutateur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | scrutateur | scrutateurs |
θηλυκό | scrutatrice | scrutatrices |
scrutateur (fr) αρσενικό