scorcher
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
scorcher | scorchers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- ο καύσωνας, πολύ ζεστή μέρα
- ⮡ We’ll have a scorcher today!
- Θα 'χουμε καύσωνα σήμερα!
- ⮡ We’ll have a scorcher today!
ενικός | πληθυντικός |
scorcher | scorchers |