ενικός         πληθυντικός  
scorcher scorchers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
scorcher < scorch + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

scorcher (en) (ανεπίσημο)

  • ο καύσωνας, πολύ ζεστή μέρα
    ⮡  We’ll have a scorcher today!
    Θα 'χουμε καύσωνα σήμερα!