Ετυμολογία

επεξεργασία
savoyard < Savoie

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό savoyard savoyards
θηλυκό savoyarde savoyardes

savoyard (fr)

  1. σχετικός με τη Σαβοΐα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

savoyard (fr) αρσενικό

  1. διάλεκτος που μιλιέται στη Σαβοΐα