satineur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | satineur | satineurs |
θηλυκό | satineuse | satineuses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsatineur (fr)
- αυτός που σατινάρει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη satin
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | satineur | satineurs |
θηλυκό | satineuse | satineuses |
satineur (fr)