sartrien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sartrien | sartriens |
θηλυκό | sartrienne | sartriennes |
Επίθετο
επεξεργασίαsartrien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sartrien | sartriens |
θηλυκό | sartrienne | sartriennes |
sartrien (fr)