Ουσιαστικό

επεξεργασία

sandwich (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
sandwich < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɑ̃.dwitʃ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sandwich sandwichs

sandwich (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • en sandwich - (οικείο) κλεισμένος ανάμεσα σε δύο πράγματα ή πρόσωπα

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

sandwich (it)