sandwich
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsandwich (en)
- το σάντουιτς
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- sandwich < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sandwich | sandwichs |
sandwich (fr) αρσενικό
- το σάντουιτς
Εκφράσεις
επεξεργασία- en sandwich - (οικείο) κλεισμένος ανάμεσα σε δύο πράγματα ή πρόσωπα
Συγγενικά
επεξεργασία
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsandwich (it)
- (γαστρονομία) το σάντουιτς