Ουσιαστικό

επεξεργασία

sandwich (en)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sandwich sandwichs

sandwich (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • en sandwich - (οικείο) κλεισμένος ανάμεσα σε δύο πράγματα ή πρόσωπα

Συγγενικά

επεξεργασία