Ετυμολογία

επεξεργασία
sandwicher < sandwich

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɑ̃.dwi.tʃe/

sandwicher (fr) (οικείο)

  1. μετατρέπω σε σάντουιτς
  2. (μεταφορικά) κλείνω κάτι ανάμεσα σε δύο πράγματα

Συγγενικά

επεξεργασία