sambuca
Ιταλικά (it) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sambuca | sambuche |
Προφορά επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sambuca (it) θηλυκό
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
sambuca (it) θηλυκό
Πηγές επεξεργασία
- sambuca - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).