sagittaire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sagittaire | sagittaires |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαsagittaire (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) τοξότης, κυρίως στο ρωμαϊκό στρατό
Δείτε επίσης : Sagittaire |
ενικός | πληθυντικός |
sagittaire | sagittaires |
sagittaire (fr) αρσενικό