séparable
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- séparable < λατινική separabilis
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
séparable | séparables |
séparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να διαχωριστεί
Δείτε επίσης : separable |
ενικός | πληθυντικός |
séparable | séparables |
séparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό