sénilisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sénilisme | sénilismes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
sénilisme (fr) αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη sénile
ενικός | πληθυντικός |
sénilisme | sénilismes |
sénilisme (fr) αρσενικό