Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sénile séniles

sénile (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γεροντικός
  2. ξεμωραμένος, ξεκούτης

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία