Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

sécrétion < λατινική secretio

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
sécrétion sécrétions

sécrétion (fr) θηλυκό