rumination
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrumination (en)
- μηρυκασμός
- βαθιά σκέψη, στοχασμός
- επίμονη σκέψη
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rumination | ruminations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrumination (fr) θηλυκό
- o μηρυκασμός
- η επίμονη σκέψη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ruminer