Ουσιαστικό

επεξεργασία

rumination (en)

  1. μηρυκασμός
  2. βαθιά σκέψη, στοχασμός
  3. επίμονη σκέψη




      ενικός         πληθυντικός  
rumination ruminations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rumination (fr) θηλυκό

  1. o μηρυκασμός
  2. η επίμονη σκέψη

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ruminer