rugissant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rugissant < rugir
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rugissant | rugissants |
θηλυκό | rugissante | rugissantes |
rugissant (fr)
- που βρυχάται
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη rugir