Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

roquefort < Roquefort (ονομασία του τόπου όπου παράγεται)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
roquefort roqueforts

roquefort (fr) αρσενικό

  1. (γαστρονομία) το τυρί ροκφόρ



Ιταλικά (it) επεξεργασία

 
φέτα τυρί ροκφόρ

  Ετυμολογία επεξεργασία

roquefort < γαλλική roquefort

  Ουσιαστικό επεξεργασία

roquefort (it)

  1. (γαστρονομία) τυρί ροκφόρ