Ετυμολογία

επεξεργασία

robotnica (pl) < robota (pl)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌrɔbɔtʲˈɲit͡s̑a/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

robotnica (pl) θηλυκό

  1. η εργάτρια με τις έννοιες: