ridiculisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ridiculisation < ridicule
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁidikylizasjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ridiculisation | ridiculisations |
ridiculisation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
ridiculisation | ridiculisations |
ridiculisation (fr) θηλυκό