Ετυμολογία

επεξεργασία
rideo < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈriː.de.oː/

rideo (la) (rīdeō, rīsī, rīsum, rīdēre)

  1. γελώ, μειδιώ
  2. καταγελώ, περιγελώ
  3. στίλβω, λάμπω