rhumatologue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
rhumatologue | rhumatologues |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrhumatologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- γιατρός εξειδικευμένος στους ρευματισμούς
ενικός | πληθυντικός |
rhumatologue | rhumatologues |
rhumatologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό