rhumatismal
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rhumatismal < rhumatisme
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rhumatismal | rhumatismaux |
θηλυκό | rhumatismale | rhumatismales |
rhumatismal (fr)
- σχετικός με τους ρευματισμούς