Ετυμολογία en

επεξεργασία

rerticle < λατινικά reticulum («δίχτυ, δίκτυο»)

  Προφορά

επεξεργασία

/ˈrɛtɪkjuːl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

reticle (en), reticule

  1. γραφικό σταυρόσχημο-σταυρόμορφο βοήθημα στόχευσης (πχ. σε στόχαστρο, συνήθως το γράφημα είναι βαθμονομημένο)
  2. σταυρόσχημος συμπτωτικός εστιαστής τυπογραφίας-τετραχρωμίας-κοπής-εκδίπλωσης
    • ένα σταυρουδάκι ή ένα σύμβολο « + » που εμφανίζεται πάνω σε μία εικόνα έτσι ώστε να επιτρέπει την ακριβή τοποθέτηση μιας δεύτερης εικόνας επάνω στην πρώτη

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Reticle στην αγγλική Βικιπαίδεια  

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία