repubblicano
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- repubblicano < repubblica < λατινική res publica < res + publica, θηλυκό του publicus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /repubbliˈkano/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrepubblicano (it) αρσενικό
repubblicano (it) αρσενικό