repris
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | repris | repris |
θηλυκό | reprise | reprises |
Επίθετο
επεξεργασίαrepris (fr)
- που τον έχουν ξαναπάρει
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | repris | repris |
θηλυκό | reprise | reprises |
repris (fr)