ενικός         πληθυντικός  
reorganization reorganizations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
reorganization < re- + organization

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

reorganization (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η αναδιοργάνωση
    ⮡  Our company needs a total reorganization.
    Η εταιρεία μας θέλει ριζική αναδιοργάνωση.